Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, πριν ακόμα αποκτήσει νερό, απέκτησε γεφύρια. Συγκροτήματα ΜΜΕ, κανάλια, εφημερίδες και γνωστοί για τον ρόλο τους τα τελευταία χρόνια κύκλοι και δημοσιογράφοι ανέλαβαν να γεφυρώσουν την όχθη των υδαρών διακηρύξεων του ιδρυτή του με την όχθη της σκληρής πραγματικότητας. Ο Θεοδωράκης, αν τους πιστέψουμε, έρχεται να απαντήσει σε ερωτήματα του καθημερινού ανθρώπου, να προσδώσει μια αύρα ανανέωσης στη φθαρμένη πολιτική ζωή. Για αμφισβητήσει το κομματικό κατεστημένο, να προκαλέσει τους επαγγελματίας πολιτικούς, να αποδείξει τι μπορεί να πετύχει ένα χαλαρό t-shirt απέναντι σε μια σφιχτοδεμένη γραβάτα.
Ετσι, πριν δούμε το Ποτάμι, τις αρχές, τις θέσεις, την πολιτική του, βλέπουμε ένα ποτάμι αναλύσεων, δημοσιευμάτων, ύμνων, μετρήσεων και τελικά προπαγάνδας για το νέο κόμμα. Και μάλιστα ένα.. ποτάμι προπαγάνδας που πηγάζει ακριβώς από τα ίδια κέντρα από τα οποία κάποτε πήγαζε το ποτάμι του ΠΑΣΟΚ, που δεν γυρίζει πίσω, και τον τελευταίο καιρό τα ρυάκια και οι νεροσυρμές της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Αν ο ίδιος ο Θεοδωράκης, εν ολίγοις, προσπαθεί με το ντύσιμο, το στήσιμο και το πολιτικό stand up του να δώσει μια εντύπωση ότι φέρνει κάτι νέο, μια γροθιά στο κατεστημένο, έρχεται το ίδιο το κατεστημένο με τα χειροκροτήματά του να τον διαψεύσει: Καλώς όρισες, Σταύρο! Πολλοί ασχολούνται με τον Θεοδωράκη ως δημοσιογράφο, σκαλίζουν το παρελθόν του, αναλύουν τις προθέσεις του, τον στήνουν σε βάθρα ή στα έξι μέτρα, ανάλογα με τις δικές τους αντιλήψεις.
Προφανώς κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν έγινε γνωστός από τους πολιτικούς του αγώνες, ή την κοινωνική του δράση, αλλά από το γυαλί της τηλεόρασης. Και ως δημοσιογράφος, ευπρεπής είναι αλήθεια σε σχέση με άλλους της συνομοταξίας, δεν έσπασε πάντως και αβγά, δεν συγκρούστηκε με τα μεγάλα συμφέροντα και αυτό που ο ίδιος αποκαλεί κατεστημένο, δεν έβαλε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Και η περιγραφή της πραγματικότητας, όταν είναι αβρή και επιφανειακή, δεν είναι μόνο ελλιπής, μπορεί να είναι και επικίνδυνα ψευδής. Παρ” όλα αυτά, βλέποντας και τον ενθουσιασμό των δημοσκοπήσεων, οι οποίες πριν υπάρξει Ποτάμι διακρίνουν καταρράκτες, αξίζει τον κόπο να απασχολήσει τον καθένα η ουσία του εγχειρήματος.
Ας πούμε ότι οι προθέσεις, οι υποψίες για ψηφιακό Ποτάμι, οι διάφορες εικασίες και οι θεωρίες συνωμοσίας μπορούν να παραμεριστούν αυτή τη στιγμή με την αγαπημένη ρήση του Χαρίλαου Φλωράκη: Η ζωή θα δείξει.
Αλλά από όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα, κυρίως στην παρουσίαση του νέου κόμματος, τι προκύπτει; Από πού έχει σκοπό να περάσει το Ποτάμι; Ποιους θέλει να δροσίσει, ποιους να ξεδιψάσει, ποιες εκτάσεις να αρδεύσει και ποιους να τους πάρει και να τους σηκώσει; Πού τοποθετείται δηλαδή στο πολιτικό τοπίο; Ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι αντίπαλοι που θα πολεμήσει; Επ” αυτού, τίποτα.
Αν αυτή τη στιγμή έψαχνε κανείς ένα χαρακτηρισμό για το Ποτάμι, θα κατέληγε στον κύριο Τίποτα του Πάγκαλου. Διότι ο Θεοδωράκης κάνει στις ιδρυτικές διακηρύξεις του αυτό που κάνει συνήθως η κατεστημένη δημοσιογραφία – η τηλεόραση κυρίως. Επισημαίνει προβλήματα, τα περιγράφει, τα ξεσκαλίζει, τα παρουσιάζει με όλες τις αποχρώσεις της εμβρίθειας και με μια ισχυρή δόση ευγενούς λαϊκισμού. Από κει και πέρα, όμως, όσο κι αν ψάξει κανείς τα πώς, τα γιατί, τις αιτίες, τους αίτιους, δεν πρόκειται να βρει τίποτα. Το πολύ-πολύ, αφόρητες κοινοτυπίες, παραδείγματος χάριν, για τους ανόητους της πολιτικής, που δεν έχουν καν τον κοινό νου να βάλουν πυκνότερα δρομολόγια των λεωφορείων το πρωί που ο κόσμος πάει στις δουλειές του.
Ο κόσμος όμως, οι απλοί άνθρωποι, που τώρα τελευταία οι πάντες λατρεύουν, δεν έχουν ανάγκη από κανένα πολιτικό να τους λέει ποια είναι τα προβλήματά τους. Να βλέπουν καθισμένοι στον καναπέ τους την περιγραφή της φτώχειας, της πείνας, της γραφειοκρατίας ή της τραγωδίας στο Φαρμακονήσι, επενδυμένα μάλιστα με εικόνες και την κατάλληλη μουσική, μπορεί να είναι ενδιαφέρον ή και εκτονωτικό: Πες τα Σταύρο, ή Γιώργο, ή Παύλε, ή Λάκη. Αλλά από τον πολιτικό περιμένουν λύσεις, προτάσεις και συνεπώς σύγκρουση, όχι γενικώς με τα φαινόμενα, αλλά με εκείνες τις πολιτικές κι εκείνους τους πολιτικούς που τα δημιουργούν και τα αναπαράγουν. Ο πολιτικός, εν ολίγοις, σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή της τηλεόρασης, θα πάρει θέση, θα δείξει και θα κατονομάσει υπεύθυνους, θα κάνει εχθρούς. Επ” αυτών το Ποτάμι, για την ώρα τουλάχιστον, δεν ασχολείται ούτε με το παπάκι που πάει στην ποταμιά. Μεταφέρει με στυλιζαρισμένη ανεμελιά και εσκεμμένα απλοϊκή γλώσσα τη λογική της τηλεοπτικής παράθεσης στην πολιτική αντιπαράθεση.
Το μνημόνιο, η τρόικα, οι απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών, η βαρβαρότητα της καταστολής, οι ναζί εγκληματίες, οι εκπτώσεις στη δημοκρατία, οι «απλοί άνθρωποι» που διαδηλώνουν την αγωνία τους, δεν φαίνεται να πλέουν στα νερά του νέου κόμματος. Με αποτέλεσμα το Ποτάμι να εμφανίζεται ως μια απολύτως δροσερή εικόνα για όλους εκείνους που οδήγησαν στη σημερινή κοινωνική ξηρασία, αλλά να μη λέει τίποτα -και θα λέει, εφόσον συνεχίσει έτσι, όλο και λιγότερα- στους διψώντες για δικαιοσύνη.
Αν το τίποτα αυτό προέρχεται από τηλεοπτικού τύπου πολιτικές αντιλήψεις του Θεοδωράκη ή από υπολογισμούς που έχουν να κάνουν με το αύριο και τον ρόλο που θα παίξουν κάποιες νεάζουσες δυνάμεις στην αναπαραγωγή του γερασμένου καθεστώτος, λίγο ενδιαφέρει. Αυτό που ενδιαφέρει σ” αυτή τη δύσκολη εποχή είναι ποια θέση παίρνει ο καθένας. «Το θέμα είναι τώρα τι λες», για να θυμηθούμε τον Αναγνωστάκη. Και όσο ο Σταύρος δεν λέει και (κάνει ότι) δεν παίρνει θέση για το ποιοι και πώς μας φόρτωσαν τον σταυρό και πώς θα απαλλαγούμε απ” αυτούς, τότε ο καθένας δικαιούται να συσχετίζει το Ποτάμι του με το ξέπλυμά τους…
Πηγή: Θανάσης Καρτερός – «Hot Doc»
Ετσι, πριν δούμε το Ποτάμι, τις αρχές, τις θέσεις, την πολιτική του, βλέπουμε ένα ποτάμι αναλύσεων, δημοσιευμάτων, ύμνων, μετρήσεων και τελικά προπαγάνδας για το νέο κόμμα. Και μάλιστα ένα.. ποτάμι προπαγάνδας που πηγάζει ακριβώς από τα ίδια κέντρα από τα οποία κάποτε πήγαζε το ποτάμι του ΠΑΣΟΚ, που δεν γυρίζει πίσω, και τον τελευταίο καιρό τα ρυάκια και οι νεροσυρμές της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Αν ο ίδιος ο Θεοδωράκης, εν ολίγοις, προσπαθεί με το ντύσιμο, το στήσιμο και το πολιτικό stand up του να δώσει μια εντύπωση ότι φέρνει κάτι νέο, μια γροθιά στο κατεστημένο, έρχεται το ίδιο το κατεστημένο με τα χειροκροτήματά του να τον διαψεύσει: Καλώς όρισες, Σταύρο! Πολλοί ασχολούνται με τον Θεοδωράκη ως δημοσιογράφο, σκαλίζουν το παρελθόν του, αναλύουν τις προθέσεις του, τον στήνουν σε βάθρα ή στα έξι μέτρα, ανάλογα με τις δικές τους αντιλήψεις.
Προφανώς κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν έγινε γνωστός από τους πολιτικούς του αγώνες, ή την κοινωνική του δράση, αλλά από το γυαλί της τηλεόρασης. Και ως δημοσιογράφος, ευπρεπής είναι αλήθεια σε σχέση με άλλους της συνομοταξίας, δεν έσπασε πάντως και αβγά, δεν συγκρούστηκε με τα μεγάλα συμφέροντα και αυτό που ο ίδιος αποκαλεί κατεστημένο, δεν έβαλε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Και η περιγραφή της πραγματικότητας, όταν είναι αβρή και επιφανειακή, δεν είναι μόνο ελλιπής, μπορεί να είναι και επικίνδυνα ψευδής. Παρ” όλα αυτά, βλέποντας και τον ενθουσιασμό των δημοσκοπήσεων, οι οποίες πριν υπάρξει Ποτάμι διακρίνουν καταρράκτες, αξίζει τον κόπο να απασχολήσει τον καθένα η ουσία του εγχειρήματος.
Ας πούμε ότι οι προθέσεις, οι υποψίες για ψηφιακό Ποτάμι, οι διάφορες εικασίες και οι θεωρίες συνωμοσίας μπορούν να παραμεριστούν αυτή τη στιγμή με την αγαπημένη ρήση του Χαρίλαου Φλωράκη: Η ζωή θα δείξει.
Αλλά από όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα, κυρίως στην παρουσίαση του νέου κόμματος, τι προκύπτει; Από πού έχει σκοπό να περάσει το Ποτάμι; Ποιους θέλει να δροσίσει, ποιους να ξεδιψάσει, ποιες εκτάσεις να αρδεύσει και ποιους να τους πάρει και να τους σηκώσει; Πού τοποθετείται δηλαδή στο πολιτικό τοπίο; Ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι αντίπαλοι που θα πολεμήσει; Επ” αυτού, τίποτα.
Αν αυτή τη στιγμή έψαχνε κανείς ένα χαρακτηρισμό για το Ποτάμι, θα κατέληγε στον κύριο Τίποτα του Πάγκαλου. Διότι ο Θεοδωράκης κάνει στις ιδρυτικές διακηρύξεις του αυτό που κάνει συνήθως η κατεστημένη δημοσιογραφία – η τηλεόραση κυρίως. Επισημαίνει προβλήματα, τα περιγράφει, τα ξεσκαλίζει, τα παρουσιάζει με όλες τις αποχρώσεις της εμβρίθειας και με μια ισχυρή δόση ευγενούς λαϊκισμού. Από κει και πέρα, όμως, όσο κι αν ψάξει κανείς τα πώς, τα γιατί, τις αιτίες, τους αίτιους, δεν πρόκειται να βρει τίποτα. Το πολύ-πολύ, αφόρητες κοινοτυπίες, παραδείγματος χάριν, για τους ανόητους της πολιτικής, που δεν έχουν καν τον κοινό νου να βάλουν πυκνότερα δρομολόγια των λεωφορείων το πρωί που ο κόσμος πάει στις δουλειές του.
Ο κόσμος όμως, οι απλοί άνθρωποι, που τώρα τελευταία οι πάντες λατρεύουν, δεν έχουν ανάγκη από κανένα πολιτικό να τους λέει ποια είναι τα προβλήματά τους. Να βλέπουν καθισμένοι στον καναπέ τους την περιγραφή της φτώχειας, της πείνας, της γραφειοκρατίας ή της τραγωδίας στο Φαρμακονήσι, επενδυμένα μάλιστα με εικόνες και την κατάλληλη μουσική, μπορεί να είναι ενδιαφέρον ή και εκτονωτικό: Πες τα Σταύρο, ή Γιώργο, ή Παύλε, ή Λάκη. Αλλά από τον πολιτικό περιμένουν λύσεις, προτάσεις και συνεπώς σύγκρουση, όχι γενικώς με τα φαινόμενα, αλλά με εκείνες τις πολιτικές κι εκείνους τους πολιτικούς που τα δημιουργούν και τα αναπαράγουν. Ο πολιτικός, εν ολίγοις, σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή της τηλεόρασης, θα πάρει θέση, θα δείξει και θα κατονομάσει υπεύθυνους, θα κάνει εχθρούς. Επ” αυτών το Ποτάμι, για την ώρα τουλάχιστον, δεν ασχολείται ούτε με το παπάκι που πάει στην ποταμιά. Μεταφέρει με στυλιζαρισμένη ανεμελιά και εσκεμμένα απλοϊκή γλώσσα τη λογική της τηλεοπτικής παράθεσης στην πολιτική αντιπαράθεση.
Το μνημόνιο, η τρόικα, οι απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών, η βαρβαρότητα της καταστολής, οι ναζί εγκληματίες, οι εκπτώσεις στη δημοκρατία, οι «απλοί άνθρωποι» που διαδηλώνουν την αγωνία τους, δεν φαίνεται να πλέουν στα νερά του νέου κόμματος. Με αποτέλεσμα το Ποτάμι να εμφανίζεται ως μια απολύτως δροσερή εικόνα για όλους εκείνους που οδήγησαν στη σημερινή κοινωνική ξηρασία, αλλά να μη λέει τίποτα -και θα λέει, εφόσον συνεχίσει έτσι, όλο και λιγότερα- στους διψώντες για δικαιοσύνη.
Αν το τίποτα αυτό προέρχεται από τηλεοπτικού τύπου πολιτικές αντιλήψεις του Θεοδωράκη ή από υπολογισμούς που έχουν να κάνουν με το αύριο και τον ρόλο που θα παίξουν κάποιες νεάζουσες δυνάμεις στην αναπαραγωγή του γερασμένου καθεστώτος, λίγο ενδιαφέρει. Αυτό που ενδιαφέρει σ” αυτή τη δύσκολη εποχή είναι ποια θέση παίρνει ο καθένας. «Το θέμα είναι τώρα τι λες», για να θυμηθούμε τον Αναγνωστάκη. Και όσο ο Σταύρος δεν λέει και (κάνει ότι) δεν παίρνει θέση για το ποιοι και πώς μας φόρτωσαν τον σταυρό και πώς θα απαλλαγούμε απ” αυτούς, τότε ο καθένας δικαιούται να συσχετίζει το Ποτάμι του με το ξέπλυμά τους…
Πηγή: Θανάσης Καρτερός – «Hot Doc»
No comments:
Post a Comment