της Μαρίας Δεδούση*
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Andreas Belibasakis ζούσε στο Βελιγράδι.
Μια ομάδα από πολύ αξιόλογους και πολύ καταρτισμένους ανθρώπους κι ανάμεσά τους εγώ σαν τελευταίος τροχός της αμάξης, αν και αυτό στις ομάδες είναι μια έκφραση που απεχθάνομαι, ζούσαμε κυριολεκτικά σ' ένα στενόμακρο “τυφλό” δωμάτιο στον πρώτο όροφο του μακρόστενου κτηρίου που στεγάζει τον ΑΝΤ1, στο Μαρούσι. Μαέστρος της ομάδας ο George Vlavianos, μεγάλη τύχη...
Ήμασταν οι διεθνατζήδες και στα χέρια μας είχαμε ένα από τα πιο περίπλοκα θέματα της σύγχρονης ιστορίας.
Με τον Αντρέα κάποιος απ’ όλους μας μιλούσε καθημερινά.
Ήταν ο άνθρωπός μας στο ένα από τα μάτια του κυκλώνα.
Στα άλλα μάτια δεν είχαμε μόνιμους ανθρώπους, πήγαιναν όμως κατά καιρούς, ο Νικόλας Βαφειάδης, η Άννα Μπούτου, να μην πω όλα τα ονόματα δεν είναι θεατρική παράσταση εδώ, στο Σαράγιεβο, στη Σρεμπρένιτσα, στην πρώτη γραμμή, παντού.
Δεν είχε ίντερνετς τότε.
Εσύ στηνόσοιυν μπροστά στην τηλεόραση για να δεις μισή ώρα ειδήσεις να καταλάβεις τι γινόταν στα βόρια σύνορά σου και γιατί μια χώρα που μέχρι πριν από λίγο ήταν “κανονική” έγινε το απόλυτο μπουρδέλο και οι άνθρωποι σφάζονταν σαν τις μύγες. Και για να δεις εσύ μισή ώρα ειδήσεις, εμείς βλέπαμε, ακούγαμε και διαβάζαμε κάθε μέρα τόνους πληροφορίας.
Περιμέναμε δύο φορές την ημέρα το feed του Ρόιτερς -από δορυφόρο ερχόταν- και βλέπαμε όλο το υλικό ξανά και ξανά για να επιλέξουμε μερικά δευτερόλεπτα πλάνα. Έβλεπες τόση οβίδα να σκάει που πήγαινες το βράδυ σπίτι σου και βούιζαν τ αυτιά σου. Σωροί τα πτώματα μπροστά σου την εποχή που για να τυπωθεί ένα πτώμα σε εφημερίδα έπρεπε να γίνουν δέκα συσκέψεις. Διάβαζες τόσα τηλεγραφήματα -έρχονταν ασταμάτητα-, που το μυαλό δούλευε οβερντράιβ για να ταξινομήσει και να κατανοήσει.
Και βέβαια μιλούσαμε ατελείωτα μεταξύ μας, για να αξιολογήσουμε τις πληροφορίες και να σου δώσουμε αυτό που θα ήταν η ουσία της είδησης αλλά και η ανάλυση της ταυτόχρονα.
Είχαμε, εννοείται, καθένας την προσωπική του άποψη. Προσπαθούσαμε, όμως, να μην την αφήσουμε να επηρεάσει την αξιολόγηση της πληροφορίας.
Ήταν η εποχή που αυτό που τότε μας φαινόταν διαστημική ταχύτητα, αυτή της τηλεόρασης, κινδύνευε να κανιβαλίσει την ουσία της είδησης. Όμως, η τηλεόραση ήταν φρέσκο πράγμα και όλοι μας ήμασταν δημοσιογράφοι και όχι βιντεοκλιπάδες, όπως κοροϊδευτικά μας έλεγαν οι άλλοι συνάδελφοι.
Ναι, αντιλαμβανόμασταν τη δύναμη της εικόνας και ναι "παίζαμε" με τον εντυπωσιασμό της, όμως η ουσία της είδησης και η ανάλυσή της παρέμενε το ιερό δισκοπότηρο.
Η ανάλυση, λοιπόν, τότε σε μας τους “βιντεοκλιπάδες” μας είπε ένα πράγμα:
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση.
Είναι πάρα πολύ εύκολο να πεις ή να γράψεις μια παπαριά για τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Καταλονία για παράδειγμα.
Εγώ το αποφεύγω φανατικά. Όχι επειδή δεν έχω άποψη. Αλλά επειδή κάνω το ίδιο που κάναμε τότε ομαδικά και επαγγελματικά: Διαβάζω, βλέπω, αναλύω στο μυαλό μου και προσπαθώ να δω την ουσία του πράγματος.
Η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας πάτησε σε δύο πόδια:
Το ένα ήταν η εμμονή του Τίτο -και η δυνατότητα που του έδωσε η επίφαση του διεθνισμού που ευαγγελιζόταν ο κομμουνισμός της εποχής- να ενώσει διοικητικά λαούς που παραδοσιακά μισούσαν ο ένας τον άλλον.
Στο περίφημο "Καπούτ” ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Ιταλός πολεμικός ανταποκριτής στον ΒΠΠ, περιγράφει ανάμεσα στα πολλά άλλα μια σκηνή κατά την οποία βρίσκεται στην Κροατία και συνομιλεί με έναν ντόπιο κατσαπλιά (οι Κροάτες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς θυμίζω). Το πρωτοπαλήκαρο του κατσαπλιά μπαίνει κάποια στιγμή στο δωμάτιο και αφήνει στο πάτωμα ένα σακί γεμάτο με κάτι που, κατά τον Μαλαπάρτε, έμοιαζε με γλοιώδη μαλάκια. Τι είναι αυτό, ρώτησε ο Μαλαπάρτε. “Είναι μάτια Σέρβων που μου μάζεψαν οι αγαπημένοι μου στρατιώτες”, του απάντησε εκείνος χαμογελώντας περήφανα…
Το άλλο είναι ο εθνικισμός που πάτησε ακριβώς πάνω σε αυτό το παραδοσιακό μίσος και το κεφαλαιοποίησε προς όφελος του κάθε λογής πολιτικάντη. Περισσότερα “κράτη”, περισσότεροι ηγέτες, περισσότερα συστηματάκια, περισσότερες μικρο-νομενκλατούρες, περισσότερες εστίες εξουσίας. Και διαφθοράς βέβαια.
Ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογία που επιτρέπει όσο καμία στα κέντρα εξουσίας να μανιπουλάρουν το πόπολο.
Μην τον μπερδεύετε με την ιδεολογία της ανεξαρτησίας.
Στην πραγματικότητα, αν ρωτάτε τη γνώμη μου, η κάθε είδους ανεξαρτησία πλέον μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο χαλαρής σύμπλευσης και συν-διοίκησης.
Δεν μπορεί από τη μια να μιλάμε για ενωμένη Ευρώπη κι από την άλλη να χειροκροτούμε τον κάθε έναν που θέλει να δημιουργήσει ανεξάρτητο ΕΘΝΙΚΟ κρατίδιο σε 32 τετραγωνικά μέτρα γης.
Δεν μπορεί να αγκαλιάζουμε το δικαίωμα των ανθρώπων για ελεύθερη διακίνηση και πρόσβαση στα αγαθά και από την άλλη να δημιουργούμε όλο και περισσότερα κλειστά ΕΘΝΙΚΑ σύνορα. Είναι λάθος βάση αυτή.
Δεν μπορεί να είσαι διεθνιστής και εθνικιστής ταυτόχρονα.
Πολύ απλά δεν μπορεί.
Ιδιαίτερα σήμερα που πιο επιτακτικά από ποτέ η ανάγκη τηε ανθρωπότητας οδηγείται στις ανοιχτές κοινωνίες.
Προς σκέψη τα λέω όλα αυτά.
Και να βρείτε να διαβάσετε το Καπούτ.
* πηγή: facebook
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Andreas Belibasakis ζούσε στο Βελιγράδι.
Μια ομάδα από πολύ αξιόλογους και πολύ καταρτισμένους ανθρώπους κι ανάμεσά τους εγώ σαν τελευταίος τροχός της αμάξης, αν και αυτό στις ομάδες είναι μια έκφραση που απεχθάνομαι, ζούσαμε κυριολεκτικά σ' ένα στενόμακρο “τυφλό” δωμάτιο στον πρώτο όροφο του μακρόστενου κτηρίου που στεγάζει τον ΑΝΤ1, στο Μαρούσι. Μαέστρος της ομάδας ο George Vlavianos, μεγάλη τύχη...
Ήμασταν οι διεθνατζήδες και στα χέρια μας είχαμε ένα από τα πιο περίπλοκα θέματα της σύγχρονης ιστορίας.
Με τον Αντρέα κάποιος απ’ όλους μας μιλούσε καθημερινά.
Ήταν ο άνθρωπός μας στο ένα από τα μάτια του κυκλώνα.
Στα άλλα μάτια δεν είχαμε μόνιμους ανθρώπους, πήγαιναν όμως κατά καιρούς, ο Νικόλας Βαφειάδης, η Άννα Μπούτου, να μην πω όλα τα ονόματα δεν είναι θεατρική παράσταση εδώ, στο Σαράγιεβο, στη Σρεμπρένιτσα, στην πρώτη γραμμή, παντού.
Δεν είχε ίντερνετς τότε.
Εσύ στηνόσοιυν μπροστά στην τηλεόραση για να δεις μισή ώρα ειδήσεις να καταλάβεις τι γινόταν στα βόρια σύνορά σου και γιατί μια χώρα που μέχρι πριν από λίγο ήταν “κανονική” έγινε το απόλυτο μπουρδέλο και οι άνθρωποι σφάζονταν σαν τις μύγες. Και για να δεις εσύ μισή ώρα ειδήσεις, εμείς βλέπαμε, ακούγαμε και διαβάζαμε κάθε μέρα τόνους πληροφορίας.
Περιμέναμε δύο φορές την ημέρα το feed του Ρόιτερς -από δορυφόρο ερχόταν- και βλέπαμε όλο το υλικό ξανά και ξανά για να επιλέξουμε μερικά δευτερόλεπτα πλάνα. Έβλεπες τόση οβίδα να σκάει που πήγαινες το βράδυ σπίτι σου και βούιζαν τ αυτιά σου. Σωροί τα πτώματα μπροστά σου την εποχή που για να τυπωθεί ένα πτώμα σε εφημερίδα έπρεπε να γίνουν δέκα συσκέψεις. Διάβαζες τόσα τηλεγραφήματα -έρχονταν ασταμάτητα-, που το μυαλό δούλευε οβερντράιβ για να ταξινομήσει και να κατανοήσει.
Και βέβαια μιλούσαμε ατελείωτα μεταξύ μας, για να αξιολογήσουμε τις πληροφορίες και να σου δώσουμε αυτό που θα ήταν η ουσία της είδησης αλλά και η ανάλυση της ταυτόχρονα.
Είχαμε, εννοείται, καθένας την προσωπική του άποψη. Προσπαθούσαμε, όμως, να μην την αφήσουμε να επηρεάσει την αξιολόγηση της πληροφορίας.
Ήταν η εποχή που αυτό που τότε μας φαινόταν διαστημική ταχύτητα, αυτή της τηλεόρασης, κινδύνευε να κανιβαλίσει την ουσία της είδησης. Όμως, η τηλεόραση ήταν φρέσκο πράγμα και όλοι μας ήμασταν δημοσιογράφοι και όχι βιντεοκλιπάδες, όπως κοροϊδευτικά μας έλεγαν οι άλλοι συνάδελφοι.
Ναι, αντιλαμβανόμασταν τη δύναμη της εικόνας και ναι "παίζαμε" με τον εντυπωσιασμό της, όμως η ουσία της είδησης και η ανάλυσή της παρέμενε το ιερό δισκοπότηρο.
Η ανάλυση, λοιπόν, τότε σε μας τους “βιντεοκλιπάδες” μας είπε ένα πράγμα:
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση.
Είναι πάρα πολύ εύκολο να πεις ή να γράψεις μια παπαριά για τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Καταλονία για παράδειγμα.
Εγώ το αποφεύγω φανατικά. Όχι επειδή δεν έχω άποψη. Αλλά επειδή κάνω το ίδιο που κάναμε τότε ομαδικά και επαγγελματικά: Διαβάζω, βλέπω, αναλύω στο μυαλό μου και προσπαθώ να δω την ουσία του πράγματος.
Η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας πάτησε σε δύο πόδια:
Το ένα ήταν η εμμονή του Τίτο -και η δυνατότητα που του έδωσε η επίφαση του διεθνισμού που ευαγγελιζόταν ο κομμουνισμός της εποχής- να ενώσει διοικητικά λαούς που παραδοσιακά μισούσαν ο ένας τον άλλον.
Στο περίφημο "Καπούτ” ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Ιταλός πολεμικός ανταποκριτής στον ΒΠΠ, περιγράφει ανάμεσα στα πολλά άλλα μια σκηνή κατά την οποία βρίσκεται στην Κροατία και συνομιλεί με έναν ντόπιο κατσαπλιά (οι Κροάτες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς θυμίζω). Το πρωτοπαλήκαρο του κατσαπλιά μπαίνει κάποια στιγμή στο δωμάτιο και αφήνει στο πάτωμα ένα σακί γεμάτο με κάτι που, κατά τον Μαλαπάρτε, έμοιαζε με γλοιώδη μαλάκια. Τι είναι αυτό, ρώτησε ο Μαλαπάρτε. “Είναι μάτια Σέρβων που μου μάζεψαν οι αγαπημένοι μου στρατιώτες”, του απάντησε εκείνος χαμογελώντας περήφανα…
Το άλλο είναι ο εθνικισμός που πάτησε ακριβώς πάνω σε αυτό το παραδοσιακό μίσος και το κεφαλαιοποίησε προς όφελος του κάθε λογής πολιτικάντη. Περισσότερα “κράτη”, περισσότεροι ηγέτες, περισσότερα συστηματάκια, περισσότερες μικρο-νομενκλατούρες, περισσότερες εστίες εξουσίας. Και διαφθοράς βέβαια.
Ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογία που επιτρέπει όσο καμία στα κέντρα εξουσίας να μανιπουλάρουν το πόπολο.
Μην τον μπερδεύετε με την ιδεολογία της ανεξαρτησίας.
Στην πραγματικότητα, αν ρωτάτε τη γνώμη μου, η κάθε είδους ανεξαρτησία πλέον μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο χαλαρής σύμπλευσης και συν-διοίκησης.
Δεν μπορεί από τη μια να μιλάμε για ενωμένη Ευρώπη κι από την άλλη να χειροκροτούμε τον κάθε έναν που θέλει να δημιουργήσει ανεξάρτητο ΕΘΝΙΚΟ κρατίδιο σε 32 τετραγωνικά μέτρα γης.
Δεν μπορεί να αγκαλιάζουμε το δικαίωμα των ανθρώπων για ελεύθερη διακίνηση και πρόσβαση στα αγαθά και από την άλλη να δημιουργούμε όλο και περισσότερα κλειστά ΕΘΝΙΚΑ σύνορα. Είναι λάθος βάση αυτή.
Δεν μπορεί να είσαι διεθνιστής και εθνικιστής ταυτόχρονα.
Πολύ απλά δεν μπορεί.
Ιδιαίτερα σήμερα που πιο επιτακτικά από ποτέ η ανάγκη τηε ανθρωπότητας οδηγείται στις ανοιχτές κοινωνίες.
Προς σκέψη τα λέω όλα αυτά.
Και να βρείτε να διαβάσετε το Καπούτ.
* πηγή: facebook
No comments:
Post a Comment