Wednesday, July 24, 2019

Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης για τον Βαγγέλη Καραγεώργο

Δύο (που λέει ο λόγος) λόγια που έγραψα ως αποχαιρετισμό στον Βαγγέλη Καραγεώργο. Τα αφήνω εδώ, να υπάρχουν, για την ιστορία.
(Η φωτογραφία είναι η τελευταία που βγάλαμε ποτέ μαζί, κάπου μεταξύ ευρωεκλογών και βουλευτικών, στο Capitol)
Ανδρουλιδάκης - Καραγεώργος

Υπάρχουν κάποιοι λίγοι άνθρωποι που καταφέρνουν και κερδίζουν τους γύρω τους, κάνοντάς τα σχεδόν όλα σωστά. Είναι εκεί που πρέπει, όταν πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει, είναι συνεπείς,..
διακριτικοί, αφοσιωμένοι, ευγενικοί, προνοιακοί και όλα ετούτα με ένα σύστημα διανομής σοσιαλιστικό και δίκαιο, που ισορροπεί σωστά ανάμεσα στο βάρος και την ελαφρότητα. Είναι λίγοι, αλλά συναντά κανείς στη ζωή τους τέτοιους ανθρώπους και του την κάνουν πιο εύκολη.
Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: κανείς δε μπορεί να κοροϊδέψει κανέναν, όχι μέσα σε αυτή την αίθουσα. Ο Βαγγέλης δεν ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Ο Βαγγέλης άνηκε σε μία ακόμα πιο σπάνια κάστα ανθρώπων, που τα κάνει όλα πάντα με τον δικό της ανορθόδοξο τρόπο, που ανακατεύει με τρόπο ενοχλητικό την τάξη των σκέψεων, των πράξεων και των συναισθημάτων και σε καλεί να την παρακολουθήσεις και να τη συνοδέψεις με όπλο την λάμψη και το χάρισμα. Ο Βαγγέλης ήταν ένας άνθρωπος ελάχιστα απλός, αλλά όσο λίγοι, όσο ελάχιστοι, χαρισματικός. Ένας άνθρωπος τόσο λαμπερός, που το να στέκεσαι δίπλα του ενείχε πάντοτε τον κίνδυνο να καείς από τις ακτίνες του και έπρεπε πάντα να παίρνεις προφυλάξεις.
Άνθρωπος που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με τους ίδιους τους φυσικούς περιορισμούς της ύπαρξης και επιστράτευσε για να τους αντιμετωπίσει μια σειρά από επινοημένα όπλα κι ασπίδες, τις οποίες πάντοτε υπόρρητα αισθανόταν ότι τις αφήνει παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα, στη μάχη της ενάντια στη θνητή φύση της και τη φθορά. Ήταν πάνω από όλα με αυτή την έννοια συλλογικός: από τη σκοπιά του ανταγωνισμού του είδους μας με την ύπαρξη. Για να το καταφέρει αυτό, έζησε ολόκληρη τη ζωή του, όχι απλά με αντιφάσεις και συνθέσεις, αλλά ενδυόμενος το σαρκίο ενός συναισθηματικού Ιανού. Ήταν ένας άνθρωπος αποφασιστικά λαμπερός. Και αυτή η λάμψη ήταν η συνισταμένη των στοιχείων μιας ακατανίκητης σκοτεινιάς. Ήταν ένας άνθρωπος ιδιαζόντως κοινωνικός. Και αυτή η κοινωνικότητα πήγαζε από τη νερομάνα μιας βαθύτατης μοναξιάς. Ήταν ένας άνθρωπος ασυγκράτητα χαρούμενος. Και η χαρά του ήταν η αρμονική απόληξη μιας ενδελεχούς και δομικής ματαίωσης. Ήταν ένας άνθρωπος δυσβάστακτα χαοτικός. Και αυτό το χάος του ήταν η λάβα από το μάγμα της πιο καθαρής και της πιο εναργούς διαύγειας. Ήταν η ενσάρκωση μιας ανθρώπινης κατάστασης παράλογης αντινομίας, όντας σε κάθε του στιγμή φορέας μιας ζωτικότητας νωχελικής και μιας ραστώνης ορμητικής και αεικίνητης. Τούτες τις ιδιότητες κουβάλησε αδιάκοπα για 53 χρόνια, με όλη τη μεγαλοπρέπεια και την τραγικότητα που τους έπρεπε.
Ο Βαγγέλης έζησε μια ζωή με το πόδι στο γκάζι, αποφασισμένος να τα προλάβει όλα και ταυτόχρονα, αρνούμενος ισόβια να αποδεχτεί την φιλοσοφική έννοια του κόστους: ότι κάθε πράγμα που κάνεις, κοστίζει όλα τα υπόλοιπα που θα μπορούσες να κάνεις στη θέση του. Παιδί μιας εποχής που γέννησε μια αμφισβήτηση – άνθος στην πέτρα των μητροπόλεων που μετατρέπονταν από συλλογικές πολιτείες σε ομοσπονδία εσώκλειστων φρουρίων, διένυσε μια διαδρομή στην αριστερά η οποία χαρακτηριζόταν από διαρκή αλλαγή χωρίς να υπολείπεται σε συνέπεια από καμία υπερήφανη ακαμψία. Αναρχικός ως μαθητής, οργανωτής και εμπνευστής μιας υπόγειας κουλτούρας αντιπαράταξης στη δεξιά και την αριστερή σύμβαση, θα περάσει πολύ νέος στον ανορθόδοξο τροτσκισμό, που δεν αναφερόταν καθόλου στη σοβιετική γραφειοκρατία και αντιλαμβανόταν την επανάσταση ως μια αναγέννηση και όχι ως μια νεκρανάσταση.
Εκεί τον είδα για πρώτη φορά, το 1991, μαθητής εγώ, χαρισματικός φοιτητής αυτός, ενταγμένος στην ΟΣΕ, και χωρίς πρόθεση να υποτιμήσω κανέναν και καμία από τους συντρόφους και τις συντρόφισσές του, αληθινά ξεχωριστός, μαζικός, πραγματικός, κοινωνικός, πλαστικός και ευέλικτος σε αντιπαράταξη με την ξύλινη επανάληψη. Πάντοτε σε σχέση εχθραδερφότητας με τους οργανωτικούς μηχανισμούς, τους οποίους έβλεπε ως αναγκαιότητα και ως κατάρα ταυτόχρονα, θα πρωταγωνιστήσει το 2001 στην ίδρυση της ΔΕΑ και έπειτα σε αυτήν της οργάνωσης «Κόκκινο» το 2004, συμμετέχοντας σε διασπάσεις που σε πείσμα της στερεοτυπικής αντίληψης περί διαχεόμενου σεκταρισμού, γίνονταν πάντα στο πνεύμα της μεγαλύτερης δυνατής ενότητας και της ανάγκης για λιγότερο άκαμπτη κοινωνική απεύθυνση.
Θα αποτελέσει ένα από τα πιο εμβληματικά στελέχη της συγκρότησης του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, και της δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελώντας όχι το αρχέτυπο αλλά την απεικόνιση της όσμωσης δυνάμεων που ακλόνητα αναφέρονταν στην επανάσταση με δυνάμεις που εδραιωμένα υποστήριζαν τη μεταρρύθμιση που έμελε να καθορίσει την πολιτική ιστορία της Ελλάδας τα χρόνια της κρίσης, με τρόπο που η αξιολόγησή του θα απασχολήσει την ιστορική επιστήμη. Ζώντας από μέσα και ως εσωτερικό βίωμα αυτή τη μαζικοποίηση που αποτελούσε τον διαρκή και μόνιμο κόπο του, σε κάθε πολιτική ή προσωπική στιγμή της πορείας του, ο Βαγγέλης κατόρθωσε να βληθεί στον ελάχιστο βαθμό από την ανεξέλεγκτη εχθρότητα που γεννήθηκε σε πτέρυγες του πολιτικού του χώρου μετά τον Ιούλιο του 2015, αποφεύγοντας τον σκόπελο να μετατρέψει την επιλογή του σε χιλιαστικό δόγμα.
Τον Νοέμβριο του 2009, ένας άλλος άνθρωπος από την πολυπληθή ομάδα των στελεχών του «105,5 στο Κόκκινο» που μας άφησαν πολύ νωρίτερα από όσο μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε, ο Γιώργος Ανανδρανιστάκης, τότε διευθυντής του ραδιοφώνου, με κάλεσε στο γραφείο του για να μου ανακοινώσει το νέο πρόγραμμα του σταθμού. Η απόφασή του ήταν να ξεκινήσει μια καθημερινή εκπομπή με τον Βαγγέλη και εμένα. Από άποψη τυπικών κανόνων του μάνατζμεντ, η απόφαση ήταν αυτοκτονική. Επρόκειτο κατά τεκμήριο για τους δύο πιο απείθαρχους, ανοργάνωτους και δυνητικά ανεξέλεγκτους δημοσιογράφους που είχε τότε ο σταθμός στο δυναμικό του. Η συνύπαρξή μας εγκυμονούσε κινδύνους που είχαν να κάνουν με το ποιος θα έχει στο νου του τη δημιουργία ενός σκελετού την εκπομπή και κυρίως ποιος από τους δύο θα σταματάει καμιά φορά να μιλάει για να μιλήσει και ο άλλος. Οι πιο αισιόδοξοι τότε, έδιναν έξι μήνες στον έναν να αντέξει τον άλλον και άλλο τόσο στους ακροατές να αντέξουν και τους δύο μαζί. Ο ίδιος σκέφτηκε ως τίτλο της εκπομπής το «Δύο γάιδαροι μαλώνανε», βέβαιος ότι επρόκειτο να τσακωνόμαστε ασταμάτητα στο στούντιο. Η εκπομπή μας κράτησε εν τέλει 9 χρόνια, λίγο περισσότερα από τους Beatles και αντικειμενικά με λίγο μεγαλύτερη επιτυχία από αυτούς, όπως μας άρεσε να λέμε –και ειδικά στα κορίτσια.


9 χρόνια, κάθε μέρα. Αλλάξαμε ώρες, ύφος, απόψεις, γεράσαμε, δεθήκαμε, αγαπηθήκαμε, δεν αμφισβητήσαμε για μία στιγμή ο ένας την ιδιαιτερότητα του άλλου, κάτι που υπήρξε το μυστικό της μακροβιότητας και της χημείας μας, γιατί ήταν αυτό που είχαμε περισσότερο ανάγκη. Ο κάθε ένας ήταν ο πρώτος αποδέκτης των αλλαγών στη ζωή του άλλου, που ήταν πολλές, και κάθε φορά έπρεπε να γίνει και ο πρώτος σύμβουλός του.
9 χρόνια, κάθε μέρα. Ο Βαγγέλης ξεκινούσε με τη μηχανή, έκανε στάση στο ύψος του σπιτιού μου, εγώ δεν ήμουν εκεί, μου έστελνε μήνυμα «αν δεν είσαι σε ένα λεπτό φεύγω», εγώ του απαντούσα «θα είμαι σε λιγότερο», ήμουν πάντα σε περισσότερο, και περνούσαμε τη διαδικασία, αφού πρώτα με έβριζε για την αργοπορία μου, να στήσουμε την εκπομπή πάνω στη μηχανή μέσα στα 5 λεπτά που διαρκούσε η διαδρομή ως τον σταθμό. Δεν ξέρω αν ποτέ κανείς φαντάστηκε πόσο λίγο βασιζόταν αυτή η εκπομπή στην οργάνωση και τη συνέπεια και πόσο πολύ στη χημεία και το δέσιμο.
9 χρόνια κάθε μέρα, μετά το τέλος της, συμφωνούσαμε να φύγουμε αμέσως γιατί είχαμε ένα σωρό δουλειές και καταλήγαμε να περνάμε 2 ώρες δίπλα στη μοτοσυκλέτα του με τη μηχανή αναμμένη, μιλώντας για τα πάντα: τις γυναίκες, τη ζωή, τις ιστορίες που πέρασαν αλλά θα έρθουν άλλες καλύτερες, την επικαιρότητα, το πόσο διάτρητοι χαρακτήρες ήμασταν –κάτι που νομίζω ότι ο καθένας μας επέτρεπε κατά βάση μόνο στον άλλον να επισημαίνει με τόση αυστηρότητα.
Στο σπίτι του Βαγγέλη πέρασε την νύχτα που γεννήθηκε ο γιος μου. Στο σπίτι του κατέφυγα όταν χώρισα. Δεν υπήρξε ούτε στιγμή που να ήμουν πολύ χαρούμενος ή πολύ πιεσμένος και ο Βαγγέλης να μην ήταν δίπλα μου, νιώθοντας ότι ο συναισθηματικός μου κόπος τον αφορά με τρόπο αδερφικό. Ελπίζω ότι κατάφερα να κάνω έστω και στο ελάχιστο το ίδιο, αλλά με τον Βαγγέλη ποτέ δεν ξέρεις πραγματικά. Στο τέλος της ημέρας ήταν μόνος του, αφοσιωμένος στα πάντα που εσωτερίκευε με ένα τρόπο που ποτέ δεν έπαψα να ζηλεύω και ποτέ δεν σταμάτησα να του λέω να αλλάξει.
Θα θελα να πω ένα σωρό πράγματα για τη σχέση μου με τον Βαγγέλη, στην οποία ποτέ δεν ασχοληθήκαμε να αποφασίσουμε ποιος θα κάνει το κεφάλι και ποιος τα πόδια. Για το ότι για χρόνια, κόσμος συναντούσε τον έναν στον δρόμο και τον ρωτούσε αυθόρμητα πού είναι ο άλλος, δυσκολευόμενος να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήμασταν μαζί 24 ώρες το 24ωρο. Συναίσθημα που ένιωσα ξανά αυτές τις δύο ολόπικρες τελευταίες μέρες, όταν όσοι απευθύνθηκαν σε μένα το έκαναν για να μου πουν συλλυπητήρια, όπως το κάνεις σε κάποιον που έχασε τον αδερφό του. Γιατί αυτό ήταν για μένα ο Βαγγέλης, ο αδερφός μου, ο μεγάλος κι ο μικρός, ανάλογα με το ποιος έμπαινε στον μάταιο κόπο να νουθετήσει τον άλλον.
Ο Βαγγέλης αγάπησε τα πάντα παράφορα. Το κίνημα, τις γυναίκες, τους φίλους του, τα παιδικά όνειρα που ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι μπορούν να εκπληρωθούν μόνο αν κρατήσεις ζωντανό μέσα σου το παιδί που τα έκανε. Αγάπησε παράφορα και τις καταχρήσεις. Δύσκολα τον θυμάσαι χωρίς τσιγάρο πάντα άφιλτρο, δύσκολα τον θυμάσαι χωρίς ποτό, άλλοτε αλκοόλ άλλοτε από αυτό το ισοτονικό κέρατο που βρωμούσε στο στούντιο. Συχνά άυπνος, άλλοτε σε υπερένταση, σε εκνεύριζε γυρίζοντας αδιάκοπα γύρω γύρω, αλλά γνώριζες ότι αυτή είναι η μέθοδος για τη νιρβάνα
του, δεν είχε τίποτα το ατσούμπαλο. Δεν πολέμησε τη φθορά εμποδίζοντάς την αλλά αγνοώντας την, μετατρεπόμενος σε έναν αντίστροφο Ντόριαν Γκρέι που ο χρόνος δεν του άλλαξε σε τίποτα τις ευγενικές προσδοκίες και τους ευγενείς φόβους του.
Ήταν χαρακτήρας που άνηκε στον κινηματογράφο, όχι στη λογοτεχνία, άξιο τέκνο της ύστερης καπιταλιστικής εποχής που τον γέννησε κι αυτός της το ανταπέδωσε πολεμώντας την με συνέπεια. Η ιδέα του να αγοράσει το καφενείο στο οποίο έκανε τις μαθητικές του κοπάνες ήταν η πιο χαρακτηριστική του είδους ανθρώπου που ήταν. Η συγκυρία ότι μας άφησε λίγες εβδομάδες μετά αφού πρώτα μας ανάγκασε όλους και όλες να περάσουμε από εκεί και να αποτίσουμε φόρο τιμής στην παιδική του ηλικία και στους στενότερους από τους ανθρώπους της, συγκλονιστική κατά την έννοια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας και του φιλοσοφικού υπαρξισμού.
Συζήτησα πολλές φορές με τον Βαγγέλη την ανάγκη να προσέξει πράγματα στην υγεία του. Τον μάλωσα. Να αδυνατίσει, να καπνίζει λιγότερο, να κοιτάξει την ανάσα του. Έκανα το ίδιο και με κοντινούς του ανθρώπους. Ξέραμε βαθιά μέσα μας πως ήταν μάταιο. Η ζωή για τον Βαγγέλη είχε αυτό το όνομα, οτιδήποτε άλλο θα του ήταν ξένο, μικρό, αδιάφορο.
Σήμερα, επιχειρώντας μάταια να χωνέψω την πραγματικότητα του θανάτου του, τολμώ να πω ότι ο Βαγγέλης έζησε εν δικαίω, έτσι όπως πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, βρίσκοντας αυτό που αγαπάνε και αφήνοντάς το να τους σκοτώσει, όπως έγραφε ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, πληρώνοντας στη ζωή το κόστος με το μόνο νόμισμα που δέχεται: τη ζωή την ίδια, ολόκληρη, σημαντική, αγέρωχη και γεμάτη από τα πάντα.
Αντίο Βαγγέλη μου, φίλε μου, αδερφέ μου, εχθρέ ανίκητε της ανίας και της σύμβασης, βραχνότερη φωνή στην ιστορία του ραδιοφώνου. Εκεί που πας, συνέχισε να γυρίζεις γύρω γύρω σαν τον μπούμπουρα και μέθυσέ τους όλους, να αρχίσουν να χορεύουν για να μπορούν να σε παρακολουθήσουν. Όπως έκανες με εμάς.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης (fb)

No comments:

Post a Comment