Monday, December 21, 2020

Απόψεις ενός κλόουν


Σήμερα συμπληρώνονται 103 χρόνια από τη γέννηση ενός ανθρώπου που έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, του Γερμανού λογοτέχνη Χάινιριχ Μπελ.
O Χάινριχ Μπελ ξαναγέννησε το ενδιαφέρον μου για τη λογοτεχνία το 1993, όταν ένα πρώιμο «μπούκωμα» από τους γονείς μου με είχε απομακρύνει εντελώς από αυτήν. Τότε μου έκανε δώρο.. γενεθλίων o φίλος μου ο Δημήτρης τις «Απόψεις ενός κλόουν» από τις εκδόσεις Γράμματα σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Κυκλοφορούσα με το βιβλίο παραμάσχαλα για 2-3 εβδομάδες, ίσα για να δείχνω στα κορίτσια ότι δεν είμαι κάνας κάφρος που ασχολείται μόνο με μπάλα και καταλήψεις και κάποια στιγμή -δε θυμάμαι καθόλου πώς και γιατί- ξεκίνησα να το διαβάζω.
Το έχω διαβάσει σίγουρα περισσότερες από 10 φορές από τότε και σε διάφορες γλώσσες: έμαθα να διαβάζω γαλλικά επάνω του και όταν το ήξερα πια σχεδόν απ' έξω, το διάβασα στα αγγλικά και στα ισπανικά -η απόπειρα να μάθω και γερμανικά και να το διαβάσω στο πρωτότυπο απέτυχε οικτρά. Το ότι συνεχίζω να διαβάζω μέχρι σήμερα στη ζωή μου, χωρίς ψυχαναγκασμό ή κούραση, το οφείλω μάλλον στον Κλόουν, που μου άλλαξε τον τρόπο να το κάνω.
Στη διάρκεια της ζωής μου, δε νομίζω ότι υπήρξε στενός μου φίλος ή φίλη που να μην του/της έκανα δώρο τον Κλόουν, με εξαίρεση ορισμένους που γίναμε στενοί φίλοι ακριβώς επειδή μοιραζόμασταν την ίδια αγάπη για το βιβλίο.
Θα μπορούσε αυτό να συμβαίνει γιατί ο Κλόουν είναι ένα πετυχημένο εφηβικό ανάγνωσμα -το 1993 ήμουν 17 ετών. Πράγματι. Μόνο που αυτή η «εφηβεία» πάνω από την οποία κρατιέται ο Χανς Σνηρ, ο ήρωας του βιβλίου που ο Μπελ έγραψε στα 50 του, δεν αφορά τους εφήβους. Είναι η πενθούσα εφηβεία του ανθρώπου των δυτικών πόλεων στον 20ό αιώνα, την εποχή που πίεσε την ανθρωπότητα με την πιο μεγάλη βαρβαρότητα η οποία βασίστηκε στις πιο μεγάλες ιδέες. Όλο το έργο του Μπελ, που καθόλου τυχαία είναι Γερμανός και αντιφασίστας και χωρίς καμία συμπάθεια για τις σοσιαλιστικές γραφειοκρατίες, είναι μια λυρική διαμαρτυρία του ανθρώπου που συντρίβεται στις μυλόπετρες των μεγάλων σχεδίων χωρίς τίποτα το ανθρώπινο που χάραξαν την γεμάτη γεγονότα αυτή εποχή χωρίς να αφήσουν χώρο στην ανοχή, την ελευθερία και τη νωχέλεια.
«Δοκίμασες να παρηγορηθείς με τον κάλπικο κυνισμό της αριστεράς. Μάταια. Μάταια θα δοκιμάσεις να σκανδαλιστείς και με τον νοθευμένο κυνισμό της δεξιάς. Υπάρχει μια όμορφη λέξη: Τίποτα. Μη σκέφτεσαι παρά το τίποτα. Ούτε το Κεφάλαιο ούτε τους καθολικούς. Σκέψου μόνο τον κλόουν που κλαίει στη μπανιέρα του και του χύνεται ο καφές στις παντόφλες», γράφει ο Μπελ, στο αριστουργηματικό 14ο κεφάλαιο του βιβλίου, από την οργή του οποίου δεν θα ξεφύγει κανείς: ούτε οι μετανοημένοι ναζιστές που μεταβιβάζουν την πειθαρχία τους ακλόνητη στη «δημοκρατία» ούτε οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες ούτε οι κομμουνιστές ούτε οι καθολικοί και οι προτεστάντες, αλλά ούτε και οι άθεοι που τον κουράζουν γιατί «όλο για τον θεό μιλάνε».
Αυτή η ανάγκη του ατόμου για έναν ευρύ χώρο προσωπικής νωχέλειας, αποκλήθηκε τότε από τα φερώνυμα επαναστατικά κινήματα ως «μικροαστικός εγωισμός». Σήμερα γνωρίζουμε πλέον καλά ότι χωρίς τον προσωπικό χώρο αυτόν καμία ανθρώπινη απελευθέρωση και καμία κοινωνική χειραφέτηση δεν είναι εφικτή. Προσωπικά, χρωστάω για το ότι είμαι αναρχικός περισσότερα στις «Απόψεις ενός κλόουν» του Μπελ από όσο στα βιβλία του Μπακούνιν.
Ο Μπελ συνέγραψε μια σειρά αριστουργημάτων, που σκάλισαν κάθε γωνία της αστικής κοινωνίας και της υποκρισίας της που κρατά τον άνθρωπο δέσμιο μιας καταθλιπτικής κανονικότητας.
Η φτώχεια είναι το υποκείμενο στο «Ψωμί των πρώτων χρόνων», ο συντηρητισμός και η κοινωνική απομόνωση στο υπέροχο «Ομαδικό πορτραίτο για μια κυρία», η λήθη χωρίς κάθαρση του ναζισμού στο «Μπιλιάρδο στις 9:30» και το «Ένα υπηρεσιακό ταξίδι», η κρατική τρομοκρατία στο «Μια ασφυκτική προστασία» και το διάσημο και αριστουργηματικό «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ».
Αυτό το τελευταίο ζήτημα, της εναντίωσης στον κρατικό αυταρχισμό, θα είναι και το σημαντικότερο ζήτημα δημόσιας παρέμβασης σε όλη του τη ζωή. Οργανωμένος αντιναζιστής από τη δεκαετία του 1930, παραδίνεται αυτοβούλως στους σοβιετικούς στο ανατολικό μέτωπο όταν επιστρατεύεται από τους Ναζί, απορρίπτει το κρατικό σοσιαλιστικό μοντέλο και εγκαταλείπει την κριτική του στήριξη στην ανεκτική σοσιαλδημοκρατική πολιτική του Βίλι Μπράντ, την εποχή των διώξεων των Μπάντερ - Μάινχοφ και των λευκών κελιών, συγκρουόμενος ευθέως με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ και την καθολική εκκλησία.
Ήταν τότε που ο Μπελ, γεννημένος σαν σήμερα πριν 103 χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου του 1917, κατά τη διάρκεια της πιο μακριάς και σκοτεινής νύχτας του μεγαλύτερου Χειμώνα που ξημέρωνε για τις ανθρώπινες κοινωνίες, όταν κανείς ακόμα δεν ήξερε ότι ο φασισμός θα έρθει να σκεπάσει σύντομα κάθε επαναστατική προφητεία, έγραφε ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες παλιούς συντρόφους του, μια από τις πιο εκπληκτικές πολεμικές ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό:
«Τελευταία, μου προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία οι συνεχείς εκκλήσεις υπέρ του νόμου και της τάξης. Η έννοια της ζωής είναι από φυσικού της αντίθετη σε κάθε νόμο και τάξη. Στη ζωή υπάρχουν ψηλοί και κοντοί, θλιμμένοι και χαρούμενοι, ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι, ανακατεμένοι όλοι μαζί. Ιδεώδες σκηνικό για τον νόμο και την τάξη είναι τα νεκροταφεία: μόνο οι νεκροί βρίσκονται σε απόλυτη τάξη και υπακούν σε όλους τους νόμους.
Η ανάπτυξη του ναζισμού στη Γερμανία δεν είναι άσχετη με την πνευματική νωθρότητα που είχε προκαλέσει στους Γερμανούς ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασιζόταν ιδιαίτερα στην υπακοή στον νόμο και την τάξη. Η πιο επιτυχημένη εφαρμογή αυτού του συνθήματος ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα έπρεπε λοιπόν να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τη χρήση του
».

 Γιάννης Ανδρουλιδάκης (fb)

No comments:

Post a Comment