Αν κρίνουμε από τη ρητορική της κυβέρνησης, η «για πρώτη φορά Αριστερά» δεν δέχεται μόνο τα πυρά των απανταχού νεοφιλελεύθερων, αλλά έχει μπει και στο στόχαστρο εσωτερικών εχθρών που φέρουν το όνομα «διαπλεκόμενοι».
Το τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός παραμένει ασαφές διότι –και όχι τυχαία θα έλεγα– όσοι τον χρησιμοποιούν αποφεύγουν να δώσουν τον επακριβή ορισμό του. Σίγουρα πάντως παραπέμπει σε μια ανομολόγητη σύμπραξη δύο ομάδων για την επίτευξη ενός αμοιβαία επωφελούς στόχου.
Αυτό που εγώ τουλάχιστον κατάλαβα είναι ότι πρόκειται για μια ανίερη συμμαχία διαφόρων μεγαλοεπιχειρηματιών με τα ΜΜΕ, τα οποία αναλαμβάνουν να προωθήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα των εντολέων τους δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Πιο συγκεκριμένα, οι διαπλεκόμενοι δημοσιολογούντες προσπαθούν με κάθε μέσο να
υπονομεύσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. παρερμηνεύοντας τις προθέσεις της, απορρίπτοντας από χέρι τις πράξεις της, αποσιωπώντας τα όποια επιτεύγματά της και μεγαλοποιώντας τις όποιες αδυναμίες της.
Το γεγονός ότι οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ θα αποδέχονταν μέσες-άκρες αυτόν τον ορισμό της διαπλοκής δεν σημαίνει ότι κάπου εδώ τελειώνει και το θέμα. Νομίζω ότι το αντίθετο ισχύει. Γιατί αν το καλοσκεφτούμε, ο εκ του Μαξίμου εκπορευόμενος λόγος περί διαπλοκής σηκώνει πολλή συζήτηση. Και για την οικονομία της θα περιοριστώ σε τρεις παρατηρήσεις.
Παρατήρηση πρώτη: Ο υπαινιγμός ότι εμείς έχουμε ιδέες, εσείς συμφέροντα, προϋποθέτει την προφανή διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών. Στην πραγματικότητα το αντίθετο ισχύει και πάλι.
Διότι η θέση ότι μόνο ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί ανάπτυξη –θέση με την οποία προσωπικά διαφωνώ και πολύ μάλιστα– αποτελεί άποψη την οποία πολλοί συμμερίζονται, όχι επειδή κάποιοι λεφτάδες τούς είπαν να την πλασάρουν, αλλά γιατί απλώς την πιστεύουν.
Από την άλλη μεριά, όσοι προσφάτως «ριζοσπαστικοποιήθηκαν» όταν κατάλαβαν ότι θα μπει τέλος στις συντάξεις μεγαλύτερες από τον τελευταίο μισθό και με εξαψήφιο εφάπαξ ή θα χάσουν τη βολή τους για να μην πω την αργομισθία τους στο Δημόσιο, αυτοί δεν κινήθηκαν από το προσωπικό τους συμφέρον;
Παρατήρηση δεύτερη: Αν εκείνοι που συστηματικά τα βάζουν με την κυβέρνηση βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, όπως ισχυρίζεται το Μαξίμου, μήπως ισχύει ακριβώς το ίδιο για εκείνους που εξίσου συστηματικά την υπερασπίζονται; Για να το διατυπώσω αλλιώς, δεν είναι μόνο οι πανίσχυροι επιχειρηματίες που μπορούν να στρατολογήσουν ανδρείκελα. Τι εμποδίζει την κυβέρνηση να αποκτήσει τα δικά της χρησιμοποιώντας τα μέσα που της δίνει η δεσπόζουσα θέση της; Θα άρεσε λοιπόν σε έναν αριστερό που ειλικρινά συμφωνεί με την κυβέρνηση να τον αποκαλούν απλό φερέφωνο της εξουσίας;
Παρατήρηση τρίτη (και φαρμακερή): Μέσα από τις καταγγελίες για διαπλοκή στα ΜΜΕ αναδύεται μια αίσθηση κυβερνητικού αυταρχισμού. Το θέμα είναι λεπτό και οφείλω κάποιες εξηγήσεις: Δεν αρνούμαι την ύπαρξη της διαπλοκής. Δυστυχώς διαπλοκή υπάρχει και παραϋπάρχει.
Το φαινόμενο όμως δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει μοιρολατρικά να το αποδεχθούμε) επειδή οι πλούσιοι και ισχυροί, ό,τι και να λένε τα Συντάγματα των δημοκρατικών χωρών, έχουν τον τρόπο τους να επιβάλλονται. Συνεπώς ο κίνδυνος είναι διαρκής και απαιτεί αδιάλειπτη εγρήγορση, δηλαδή συγκεκριμένα μέτρα, όπως π.χ. να μην επιτρέπεται σε επιχειρηματίες στον τομέα δημόσιων έργων να ελέγχουν μέσα ενημέρωσης.
Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Οταν οι κυβερνώντες αρνούνται να διακρίνουν ανάμεσα σε εκείνους που απλώς προωθούν τα συμφέροντα των αφεντικών τους και εκείνους που πράγματι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση ψεύδεται, δημαγωγεί και ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εξουσία, τότε η διαπλοκή γίνεται μια ρετσινιά που οι κρατούντες μπορούν να χρησιμοποιήσουν εκφοβιστικά και συκοφαντικά ή να την επικαλεστούν ως πρόφαση για να μη λογοδοτήσουν.
Ετσι, ο κάθε υπουργός που δέχεται κριτική ή στριμώχνεται από ενοχλητικά ερωτήματα –αυτή δεν είναι η δουλειά των δημοσιογράφων;- μπορεί να ξεγλιστρήσει χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «διαπλεκόμενο» (παράδειγμα ούτε φανταστικό ούτε τυχαίο). Και κάτι άλλο: Η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ενεργοποιεί έμμεσα τον εξής συλλογισμό που αν διατυπωθεί ρητά θα φανεί πόσο ανυπόστατος είναι: επειδή οι διαπλεκόμενοι επικρίνουν την κυβέρνηση, όποιος επικρίνει την κυβέρνηση είναι διαπλεκόμενος.
Με άλλα λόγια, αντί να αντικρούσουν την κριτική, όπως μπορούν και πρέπει να κάνουν, απλώς αποδίδουν στους επικριτές τους ύποπτα κίνητρα, ανακυκλώνοντας την περιβόητη ρήση του αείμνηστου Μένιου Κουτσόγιωργα ότι «δεν δικαιούνται διά να ομιλούν».
Αυτό σημαίνει αυταρχισμός της εξουσίας: να απονομιμοποιείς από θέση ισχύος και εκ των προτέρων την κριτική που δέχεσαι. Η Αριστερά οφείλει να το γνωρίζει γιατί επί δεκαετίες οι εθνικόφρονες της αφαίρεσαν τον λόγο χρησιμοποιώντας την ίδια διάτρητη δικαιολογία.
Λύση υπάρχει και είναι πολύ απλή: Οποιαδήποτε μομφή κατά της κυβέρνησης διατυπωμένη από οποιονδήποτε πρέπει να αντικρούεται με επιχειρήματα. Κι αφού γίνει αυτό, τότε ο δέκτης της κριτικής μπορεί να υπενθυμίσει το ποιόν και τις προθέσεις των επικριτών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. έχει αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία. Δεν απαντά ως όφειλε· απλώς χαρακτηρίζει διαπλεκόμενο όποιον την ενοχλεί για να μην μπει σε συζητήσεις από τις οποίες μάλλον δεν θα βγει δαφνοστεφανωμένη.
Γιώργος Γιαννουλόπουλος / Eφημερίδα των Συντακτών
Το τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός παραμένει ασαφές διότι –και όχι τυχαία θα έλεγα– όσοι τον χρησιμοποιούν αποφεύγουν να δώσουν τον επακριβή ορισμό του. Σίγουρα πάντως παραπέμπει σε μια ανομολόγητη σύμπραξη δύο ομάδων για την επίτευξη ενός αμοιβαία επωφελούς στόχου.
Αυτό που εγώ τουλάχιστον κατάλαβα είναι ότι πρόκειται για μια ανίερη συμμαχία διαφόρων μεγαλοεπιχειρηματιών με τα ΜΜΕ, τα οποία αναλαμβάνουν να προωθήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα των εντολέων τους δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Πιο συγκεκριμένα, οι διαπλεκόμενοι δημοσιολογούντες προσπαθούν με κάθε μέσο να
υπονομεύσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. παρερμηνεύοντας τις προθέσεις της, απορρίπτοντας από χέρι τις πράξεις της, αποσιωπώντας τα όποια επιτεύγματά της και μεγαλοποιώντας τις όποιες αδυναμίες της.
Το γεγονός ότι οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ θα αποδέχονταν μέσες-άκρες αυτόν τον ορισμό της διαπλοκής δεν σημαίνει ότι κάπου εδώ τελειώνει και το θέμα. Νομίζω ότι το αντίθετο ισχύει. Γιατί αν το καλοσκεφτούμε, ο εκ του Μαξίμου εκπορευόμενος λόγος περί διαπλοκής σηκώνει πολλή συζήτηση. Και για την οικονομία της θα περιοριστώ σε τρεις παρατηρήσεις.
Παρατήρηση πρώτη: Ο υπαινιγμός ότι εμείς έχουμε ιδέες, εσείς συμφέροντα, προϋποθέτει την προφανή διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών. Στην πραγματικότητα το αντίθετο ισχύει και πάλι.
Διότι η θέση ότι μόνο ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί ανάπτυξη –θέση με την οποία προσωπικά διαφωνώ και πολύ μάλιστα– αποτελεί άποψη την οποία πολλοί συμμερίζονται, όχι επειδή κάποιοι λεφτάδες τούς είπαν να την πλασάρουν, αλλά γιατί απλώς την πιστεύουν.
Από την άλλη μεριά, όσοι προσφάτως «ριζοσπαστικοποιήθηκαν» όταν κατάλαβαν ότι θα μπει τέλος στις συντάξεις μεγαλύτερες από τον τελευταίο μισθό και με εξαψήφιο εφάπαξ ή θα χάσουν τη βολή τους για να μην πω την αργομισθία τους στο Δημόσιο, αυτοί δεν κινήθηκαν από το προσωπικό τους συμφέρον;
Παρατήρηση δεύτερη: Αν εκείνοι που συστηματικά τα βάζουν με την κυβέρνηση βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, όπως ισχυρίζεται το Μαξίμου, μήπως ισχύει ακριβώς το ίδιο για εκείνους που εξίσου συστηματικά την υπερασπίζονται; Για να το διατυπώσω αλλιώς, δεν είναι μόνο οι πανίσχυροι επιχειρηματίες που μπορούν να στρατολογήσουν ανδρείκελα. Τι εμποδίζει την κυβέρνηση να αποκτήσει τα δικά της χρησιμοποιώντας τα μέσα που της δίνει η δεσπόζουσα θέση της; Θα άρεσε λοιπόν σε έναν αριστερό που ειλικρινά συμφωνεί με την κυβέρνηση να τον αποκαλούν απλό φερέφωνο της εξουσίας;
Παρατήρηση τρίτη (και φαρμακερή): Μέσα από τις καταγγελίες για διαπλοκή στα ΜΜΕ αναδύεται μια αίσθηση κυβερνητικού αυταρχισμού. Το θέμα είναι λεπτό και οφείλω κάποιες εξηγήσεις: Δεν αρνούμαι την ύπαρξη της διαπλοκής. Δυστυχώς διαπλοκή υπάρχει και παραϋπάρχει.
Το φαινόμενο όμως δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει μοιρολατρικά να το αποδεχθούμε) επειδή οι πλούσιοι και ισχυροί, ό,τι και να λένε τα Συντάγματα των δημοκρατικών χωρών, έχουν τον τρόπο τους να επιβάλλονται. Συνεπώς ο κίνδυνος είναι διαρκής και απαιτεί αδιάλειπτη εγρήγορση, δηλαδή συγκεκριμένα μέτρα, όπως π.χ. να μην επιτρέπεται σε επιχειρηματίες στον τομέα δημόσιων έργων να ελέγχουν μέσα ενημέρωσης.
Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Οταν οι κυβερνώντες αρνούνται να διακρίνουν ανάμεσα σε εκείνους που απλώς προωθούν τα συμφέροντα των αφεντικών τους και εκείνους που πράγματι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση ψεύδεται, δημαγωγεί και ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εξουσία, τότε η διαπλοκή γίνεται μια ρετσινιά που οι κρατούντες μπορούν να χρησιμοποιήσουν εκφοβιστικά και συκοφαντικά ή να την επικαλεστούν ως πρόφαση για να μη λογοδοτήσουν.
Ετσι, ο κάθε υπουργός που δέχεται κριτική ή στριμώχνεται από ενοχλητικά ερωτήματα –αυτή δεν είναι η δουλειά των δημοσιογράφων;- μπορεί να ξεγλιστρήσει χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «διαπλεκόμενο» (παράδειγμα ούτε φανταστικό ούτε τυχαίο). Και κάτι άλλο: Η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ενεργοποιεί έμμεσα τον εξής συλλογισμό που αν διατυπωθεί ρητά θα φανεί πόσο ανυπόστατος είναι: επειδή οι διαπλεκόμενοι επικρίνουν την κυβέρνηση, όποιος επικρίνει την κυβέρνηση είναι διαπλεκόμενος.
Με άλλα λόγια, αντί να αντικρούσουν την κριτική, όπως μπορούν και πρέπει να κάνουν, απλώς αποδίδουν στους επικριτές τους ύποπτα κίνητρα, ανακυκλώνοντας την περιβόητη ρήση του αείμνηστου Μένιου Κουτσόγιωργα ότι «δεν δικαιούνται διά να ομιλούν».
Αυτό σημαίνει αυταρχισμός της εξουσίας: να απονομιμοποιείς από θέση ισχύος και εκ των προτέρων την κριτική που δέχεσαι. Η Αριστερά οφείλει να το γνωρίζει γιατί επί δεκαετίες οι εθνικόφρονες της αφαίρεσαν τον λόγο χρησιμοποιώντας την ίδια διάτρητη δικαιολογία.
Λύση υπάρχει και είναι πολύ απλή: Οποιαδήποτε μομφή κατά της κυβέρνησης διατυπωμένη από οποιονδήποτε πρέπει να αντικρούεται με επιχειρήματα. Κι αφού γίνει αυτό, τότε ο δέκτης της κριτικής μπορεί να υπενθυμίσει το ποιόν και τις προθέσεις των επικριτών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. έχει αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία. Δεν απαντά ως όφειλε· απλώς χαρακτηρίζει διαπλεκόμενο όποιον την ενοχλεί για να μην μπει σε συζητήσεις από τις οποίες μάλλον δεν θα βγει δαφνοστεφανωμένη.
Γιώργος Γιαννουλόπουλος / Eφημερίδα των Συντακτών
No comments:
Post a Comment