Saturday, November 17, 2018

Το δικό μας Πολυτεχνείο

Ο Κυριάκος Αγγελάκος γράφει για το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1980

Στα λουλουδάδικα της Βουλής. Μπροστά οι οικοδόμοι και οι έμπειροι. Τρίτη αλυσίδα. Αριστερά ενα κοριτσάκι λιγόσωμο. Δεξιά ο Γιάννης. Το φως κίτρινο απόκοσμο. Απέναντι τα ΜΑΤ. Μυρίζει μακελειό και φόβος. Αύρες και λεωφορεία κλεινουν τη Βασιλίσσης Σοφίας. Δεν περνάμε. Διαπραγματεύσεις με τον εισαγγελέα. Ξαφνικά σιωπή. Την κόβεις με το μαχαίρι σαν βουτυρο. Πότε θα κανει ξαστεριά. Ντου. Εκαναν ενα βημα πισω κι ορμησαν σαν τα σκυλια. Οι αλυσιδες πεφτουν σαν τραπουλοχαρτα..
Βλεπω τον Πετρο να πεφτει. 5 γκλομπ ν'ανεβοκατεβαινουν στο κορμι του. Τελευταια εικονα. Καταπλακωμενος απο σωματα. Σηκωνομαι. Ποση ωρα περασε; Η ασφαλτος γεματη παπουτσια. Γυναικεια και ανδρικα. Κοιταω φευγαλεα τα ποδια μου. Φοραω ακομα τα παπουτσια μου. Η συμβουλη ηταν σαφης: μονο μποτακια με κορδονια. Σηκωνομαι. Δυο σειρες απο ΜΑΤ. Περναγες αναμεσα τους και τα γκλομπ ανεβοκατεβαιναν σαν πιστονια μηχανης. Ετρεχες αναμεσα. Το στοιχημα σου να μην πεσεις. Το στοιχημα τους να σε χτυπησουν ολοι. Ιδιο κιτρινο φως, ιδιος φοβος. Οι Αυρες ουρλιαζουν, μαρσαρουν, οι φαροι αναμμενοι, σαν εξωγηινοι ανικητοι εισβολεις. Φτανω στο πεζοδρομιο της Μεγαλης Βρετανιας. Ο Δημητρης με το Φωτη και το Ριζο ξηλωνουν τις πλακες του πεζοδρομιου. Τις σπανε σε κομματια. Οι παλιοι ξερουν. Ενα πετρινο συννεφο αναχαιτιζει τα ΜΑΤ. Αναδιπλωνονται και ξανακανουν ντου. Δακρυγονα θολωνουν τη νυχτα. Κατεβαινουμε τρεχοντας την Πανεπιστημιου. Μακρια απο στενα κι απο στοες. Προσοχη στους ασφαλητες. Στο Νομισματικο χτυπησανε το Σταυρο απο τη Γεωπονικη. Ειχε σκαρφαλωσει στα καγκελα. Σπασμενο σαγονι και δοντια. Δυο μηνες στο νοσοκομειο. Τρεφοταν με ζωμους και καλαμακι. Φτανω στα γραφεια της Πανελλαδικης. Ακαδημιας στη Στοα του Χολλυγουντ, 5ος οροφος. Εχουμε μαζευτει κοσμος. Οι πιο πολλοι χτυπημενοι. Απο τα παραθυρα βλεπουμε αγελες ασφαλητες στην Κανιγγος. Κρατανε καδρονια. Χτυπανε οποιον συναντανε στο δρομο τους. Εχουμε φρικαρει. Ερχονται τα νεα. 2 νεκροι. Σφαγη. Την αλλη μερα μαθαμε τα ονοματα. Κουμης, Κανελλοπουλου. Οι δικοι μας μαρτυρες.
Εφτασα σπιτι τα ξημερωματα. Η μανα και ο πατερας ξυπνιοι. Περιμεναν ασπροι απο αγωνια. Τα νεα ειχαν φτασει. Ηταν η πρωτη φορα που δεν φωναξαν. Μονο μ'αγκαλιασαν.

- απο το facebook

No comments:

Post a Comment