Saturday, March 2, 2019

Οι ξένες ψυχές

Γράφει ο Γιώργος Τυρίκος-Εργάς*

Τα πρώτα μου μικρά χαρτζιλίκια από τις οικοδομές που δούλευα με τον θείο μου τον Θοδωρή τα είχα δώσει για να αγοράσω τους αδερφούς Καραμάζοφ. Πληρώθηκα ένα Σάββατο και δίχως καν να μπανιαριστώ από τους σοβάδες παρακάλεσα τον ξαδερφό μου και καβαλήσαμε τη βέσπα να με πάει στο βιβλιοπωλείο του Κουκουβά, να προλάβω πριν κλείσει.
Η κοπέλα με κοίταγε σαν εξωγήινο με τα ρούχα της δουλειάς να ζητώ Νοστογιέφσκυ λες και
ζητούσα τυρόπιτες. Ήταν μια τρελή και όμορφη εποχή όταν είχα πέσει με τα μούτρα σε όλους τους κλασσικούς, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στη μουσική. Άκουγα Μπαχ και Βιβάλντι και είχα πάθει κόλλημα με τα σκέρτσα του Παγκανίνι...
Μια μέρα λοιπόν σαν και σήμερα, του Ψυχού, όπως λέμε στην Κάλυμνο, κάτσαμε με την θεία μου το βράδυ να "σταυρώσουμε τα κόλυβα". Κάθε σπίτι θυμότανε τους οικείους νεκρούς του. Τότε πίστευα και λιγάκι, αλλά και σήμερα που δεν πιστεύω, το να προσκαλείς κοντά τους αγαπημένους σου που έφυγαν, εκεί πάνω από το πιατάκι το βρασμένο στάρι, στο τραπέζι με το άσπρο τραπεζομάντηλο, το κρυσταλένιο μαστραπά και τα ποτήρια, για να φάνε και να πιούνε οι ψυχές τους, αυτή η τελετουργία έχει μέσα της κάτι το συγκλονιστικά ιερό. Άρχισε η θεία μου να θυμιατίζει και να λέει ονόματα και να ανακαλεί από περασμένους χρόνους όλους τους προγόνους, τόσο πίσω που και εγώ δεν ξεχώριζα πλέον τα ονόματα.
"Ελα Μαρία, Άννα, Δημήτρη, Γιώργο..." Και ο αέρας λες και γέμιζε παρουσίες, σπασμένα κομμάτια από πρόσωπα σε παλιές εικόνες, ονόματα γραμμένα πίσω από εικονίσματα, λες και γινόταν πυχτός από αναπνοές, λες και ήταν όλοι ήδη εκεί..".
Σε κάποια στιγμή μου είπε : πες και εσύ όποιον έχεις στο νου σου. Και εγώ είπα δυο τρεις φίλους και καθώς έλεγα ένιωσα έναν πόνο μέσα μου και μέσα σε αυτήν την παιδική μου αφέλεια άρχισα να μνημονεύω τους αγαπημένους μου μουσικούς, λογοτέχνες, με μια αγωνία με μια αγάπη σαν να τους έλεγα πάνω στο μνημόσυνο ευχαριστώ, σαν να τους καλούσα σήμερα στο σπίτι μας. "Έλα Φιόντορ, έλα Γιόχαν, έλα Νίκολο, έλα Αντώνιο".
Είδα πως η θεία μου είχε σταματήσει να θυμιάζει και με κοιτούσε. Τότε σκέφτηκα και ρώτησα "θεία, δεν είναι ορθόδοξοι, αυτοί, δεν είναι δικοί μας, κάνει που τους μνημονεύω".
Η θεία μου κοντοστάθηκε για μια μικρή στιγμή και έπειτα συνέχισε να θυμιάζει. "Όλοι οι πεθαμένοι δικοί μας είναι σήμερα", είπε.Και συνέχισα και είπα όσους θυμόμουν και ένιωσα την καρδιά μου να αλαφραίνει.
Και στον παιδικό μου νου αυτό το "όλοι οι πεθαμένοι δικοί μας είναι σήμερα" που δεν ήρθε από την πένα ή την τέχνη κάποιοι μεγάλου κλασσικού αλλά από τα χείλη της θείας μου που δεν είχε πάει καν ποτέ σχολείο, χαράχτηκε πολύ βαθιά και ήταν από τα πράγματα που έχουν καθόρισει το χαρακτήρα και τη στάση ζωής μου μέχρι και σήμερα.

* από το σάιτ stonisi.gr

No comments:

Post a Comment